No comments yet

12 Ερωτήσεις και Απαντήσεις σε Διάλογο με Προτεστάντες Πάστορες

Τὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν Κορέας (National Council of Churches in Korea = NCCK) ζήτησε ἐπανειλημμένως ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κορέας νὰ γίνει πλῆρες μέλος του. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς μόνο στὸν θεολογικὸ διάλογο, χάριν τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, χωρὶς ἀνάμειξη σὲ πολιτικὲς ἤ ἄλλες δραστηριότητες.

Στὰ πλαίσια τῆς συμφωνίας αὐτῆς ὑποβλήθηκε τὸ αἴτημα στὴ Μητρόπολη νὰ δοθοῦν διαλέξεις περὶ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ ἀκροατήριο προτεσταντῶν παστόρων στὶς πόλεις Σεούλ, Τσουντσόν καὶ Τσοντζοῦ, οἱ ὁποῖες καὶ πραγματοποιήθηκαν μὲ ὁμιλητὲς τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Κορέας π. Ἀμβρόσιο στὴν Σεοὺλ καὶ τοὺς Κορέατες Ἱερεῖς π. Ἱερεμία Τζὸ στὸ Τσουντσόν καὶ π. Ἱλαρίωνα Τζόνγκ στὸ Τσοντζοῦ.

Παραθέτουμε ἐν συνεχείᾳ τὴν συζήτηση μεταξὺ τοῦ Σεβασμιωτάτου καὶ τῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν παστόρων, μετὰ τὴν διάλεξή του στὰ κεντρικὰ γραφεῖα τοῦ NCCK στὴν Σεούλ, τὴν Δευτέρα 18 Ἰουνίου 2012.

* * *

1η ΕΡΩΤΗΣΗ: Συμφωνεῖτε μὲ τὴν θεωρία τῶν ΡΚαθολικῶν περὶ τοῦ Πέτρου καὶ τῆς “πέτρας”, μὲ τὴν ὁποία δικαιολογοῦν τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀσφαλῶς ὄχι. Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὰ πράγματα εἶναι ἁπλὰ καὶ ξεκάθαρα. Οἱ Μαθητές, μὲ κεφαλή τους τὸν Χριστό, ἦσαν μεταξύ τους ἴσοι καὶ κανένας ποτὲ δὲν διανοήθηκε νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του ὡς πρῶτο καὶ μοναδικὸ ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ. Τὸ συνοδικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἔχει ὡς πρότυπό του τὴν δωδεκάριθμη ὁμάδα τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (περὶ τὸ 49 μ.χ.). Ὁ συνοδικὸς θεσμὸς διατήρησε τὸν θεμελιώδη χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας προσώπων καὶ τὴν προφύλαξε ἀπὸ τὴν ἀπολυταρχία καὶ τὴν ἀναρχία τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῆς προτεσταντικῆς Δύσης ἀντιστοίχως.

Βεβαίως ἡ ἰσότητα τῶν Μαθητῶν ἤ τῶν Ἐπισκόπων – μελῶν μιᾶς συνόδου μεταξύ τους δὲν σήμαινε ἀναρχία. Ἡ ἔννοια τοῦ πρώτου, βασισμένη στὴν ἀρχὴ τοῦ «πρῶτος μεταξὺ ἴσων», ἦταν σὲ ἰσχὺ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Οἱ Ἐπίσκοποι τῶν πέντε μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων (Πενταρχία) κατεῖχαν τὴν θέση τοῦ πρώτου στὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τους, ἀλλὰ ἦσαν μεταξύ τους ἴσοι. Ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν ἀναγνωριζόταν ἤδη ἀπὸ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (451) ὡς ἡ ἀνώτατη διοικητικὴ ἀρχὴ στὴν Ἐκκλησία. Πρωτεῖο ἐξουσίας, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν εἶχε ποτὲ κανένας. Στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης ὅλοι ἀναγνώριζαν πρωτεῖο τιμῆς καὶ ὄχι ἐξουσίας. Κανένας δὲν τὸν ἀνεγνώριζε ὡς τὸν μοναδικό, δῆθεν, διάδοχο τοῦ Πέτρου, ποὺ εἶχε, τάχα, τὸ δικαίωμα τῆς ἀπόλυτης ἀρχηγίας καὶ κυριαρχίας σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Μτ. 16:18) σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία Του ὄχι στὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ στὴν ξεκάθαρη ὁμολογία του: «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (16:16), ποὺ ἔκανε ὁ Πέτρος ὡς ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Μαθητές: «ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;» (16:15) Ὁ Χριστὸς δὲν κατέστησε τὸν Πέτρο ποιμένα τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Πέτρος ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του «συμπρεσβύτερον» (1 Πετρ. 5:1), γιατὶ ἀναγνωρίζει τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους ἰσότιμους, μὲ τὸν Χριστό ὡς τὸν μόνον «ἀρχιποίμενα» τους. (1 Πετρ. 5:4)

2η ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὡς γνωστόν, οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ στὴν συνομιλία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μὲ τὸν Πέτρο. Τί ἀπάντηση δίνετε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πράγματι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Χριστός, στὴν σχετικὴ συνομιλία Του μὲ τὸν Πέτρο(Ἰω. 21:15-17) τὸν κατέστησε ποιμένα τῶν προβάτων του. Ἔτσι συμπεραίνουν λανθασμένα ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, ὡς διάδοχος τοῦ Πέτρου ἔχει τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ πρωτείου ἐξουσίας. Εἶναι γνωστόν, ὅμως, ὅτι ὁ Πέτρος, πρὶν ἀπὸ τὴν Ρώμη ἔκανε ποιμαντικὸ ἔργο στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ, καθὼς γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων κήρυξε μετὰ παρρησίας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστή (Πρ.2:14-36), καὶ δὲν σταμάτησε τὸ κηρυκτικό του ἔργο ἀκόμη καὶ ὅταν τὸν φυλάκισαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους λέγοντας στὸ συνέδριο τῶν Ἰουδαίων τὸ: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». (Πρ. 5:29) Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἱερουσαλὴμ ποτὲ δὲν τόλμησε νὰ διεκδικήσει πρωτεῖο ἐξουσίας, λόγῳ τῆς «συγγένειάς» του μὲ τὸν Πέτρο, ὅπως τὸ κάνει ὁ Πάπας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἀντιόχειας, στὴν ὁποία ἔδρασε ἐπίσης ὁ Πέτρος καὶ ἐθεωρεῖτο, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, πρῶτος ἐπίσκοπός της.

3η ΕΡΩΤΗΣΗ: Νομίζετε ὅτι ἡ ἰσότητα ἔχει σχέση μὲ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βεβαιότατα. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας διαφυλάχτηκε μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι, ὅπως οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἦσαν μεταξύ τους ἴσοι. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης μὲ τὴν παράλογη ἀξίωσή του περὶ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας προκάλεσε τὸ ὀλέθριο Μεγάλο Σχίσμα (1054) καὶ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς διαιρέσεως τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου μέχρι σήμερα. Γιατὶ ὅταν ὁ Πάπας ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄλλες μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες καὶ ἔμεινε ἀπομονωμένος ἄρχισε, ὅπως ἦταν φυσικό, τὸν κατήφορο τῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Καὶ ὡς γνωστὸν αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν γέννηση τῆς θρησκευτικῆς Μεταρρύθμισης τοῦ 16ου αἰ. Ἔτσι, δυστυχῶς, ὁ Λούθηρος, ὁ Καλβῖνος καὶ οἱ ἄλλοι πρωτεργάτες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐνῶ δικαιολογημένα διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὰ σκάνδαλα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, κατέφυγαν στὸ ἄλλο ἄκρο καταργώντας τὴν Παράδοση, τὸν Κλῆρο, τὰ Μυστήρια κ.λπ. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ πεντακόσια χρόνια, ἀντικρύζουμε τὸ θλιβερὸ φαινόμενο σχεδὸν κάθε κήρυκας νὰ δίνει τὴν δική του ἑρμηνεία στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κάθε φιλόδοξος ποιμένας νὰ ἱδρύει τὴν δική του ἐκκλησία. Οἱ πολλὲς χιλιάδες τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα στὸν κόσμο, εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῶν ἀνωτέρω. Ὁ Λούθηρος ζητοῦσε τὴν Μεταρρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας, σήμερα ὅμως γινόμαστε μάρτυρες, κυρίως στὴν Ἀσία, στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Λατινικὴ Ἀμερική, τοῦ κατακερματισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς βάσεις ἐκκλησιολογικές. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφέρω τὸ ἑξῆς παράδειγμα:

Στὴν περιοχὴ τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Μητρόπολης Κορέας, στὸ Aheong-dong, σὲ ἀπόσταση 20-30 μέτρων περιμετρικὰ τοῦ Ναοῦ μας ὑπάρχουν τρεῖς προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες διαφορετικῆς ὁμολογιακῆς κατεύθυνσης. Τὸ ἐρώτημα εἶναι εὔλογο: Γιατὶ ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ τρεῖς διαφορετικὲς ἐκκλησίες στὸν ἴδιο χῶρο; Σὲ τὶ διαφέρουν δογματικῶς μεταξύ τους, ὥστε νὰ τοὺς ἐμποδίζει νὰ ἑνωθοῦν σὲ μία ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπικοινωνοῦν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη; Θὰ σᾶς ἤμουν εὐγνώμων ἐὰν μοῦ δίνατε μιὰ πειστικὴ ἀπάντηση. (Οὐδὲν σχόλιον ἀπ᾽ τὸ ἀκροατήριο, παρὰ μόνον συγκαταβατικὰ χαμόγελα ἀμηχανίας!)

4η  ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατὶ ὑπάρχει στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς τὸ ἱερὸ βῆμα, τὸ ὁποῖο μάλιστα εἶναι κλεισμένο μὲ τὸ τέμπλο καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν βλέπουν οἱ λαϊκοὶ τὶ κάνουν οἱ ἱερεῖς μέσα σ᾽ αὐτό; Αὐτὸ δὲν εἶναι διάκριση μεταξὺ Κλήρου καὶ Λαοῦ; Μπορεῖ νὰ ἀλλάξει αὐτὴ ἡ παράδοσή σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατ᾽ ἀρχὴν πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ ναὸς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνας εὐκτήριος οἶκος, ἕνας τόπος συνάθροισης τῶν πιστῶν, ἀλλὰ εἶναι τόπος ἅγιος καὶ ἱερός. Ὁ κάθε ναὸς ἐγκαινιάζεται μὲ εἰδικὴ Ἀκολουθία καὶ στὸ ἑξῆς εἶναι τόπος ἀποκλειστικὰ ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ καὶ στὴν Λατρεία Του. Μ᾽ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι μιὰ αἴθουσα κηρύγματος, ἡ ὁποία, ἐὰν γιὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο λόγο σὲ κάποια στιγμὴ δὲν μᾶς ἐξυπηρετεῖ, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ μιὰ νέα καὶ ἡ παλιὰ νὰ μετατραπεῖ σὲ καφενεῖο, ἑστιατόριο ἤ ὅ,τι δήποτε ἄλλο.

Ὁ ὀρθόδοξος ναὸς εἶναι ἡ ὁρατὴ κατοικία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ ἐπίγειος οὐρανὸς στὸν ὁποῖο ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ. (πρβλ. 2 Κορ. 6:16) Ὑπενθυμίζω ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἔξ. 25 κ.ἑξ.) ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντυπωσιακὲς λεπτομερειακὲς παραγγελίες γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε οἱ Ἰσραηλῖτες νὰ κατασκευάσουν τὴν Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου.

Ὁ Ναὸς ἔχει ἀναγωγικὸ χαρακτῆρα. Γι᾽ αὐτὸ συμβολικὰ συνήθως ἀνεβαίνουμε σκαλοπάτια γιὰ νὰ εἰσέλθουμε, ἀφήνοντας πίσω μας τὶς κοσμικὲς μέριμνες καὶ εἰσερχόμενοι στὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης Σου, Κύριε, ἐν Οὐρανῷ ἑστᾶναι νομίζομεν» ψάλλουμε σὲ ἕναν ὡραῖο ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἡ διαίρεσή του ἐπίσης σὲ Πρόναο, Κυρίως Ναὸ καὶ Ἱερὸ Βῆμα ἔχει ἀναγωγικὸ συμβολισμό. Ὁ ἕνας χῶρος μᾶς ὁδηγεῖ κλιμακωτὰ στὸν ἄλλο φθάνοντας στὸ ὑψηλότερο σημεῖο τοῦ ναοῦ στὸ Ἱερὸ Βῆμα, δηλαδὴ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, ποὺ συμβολίζει τὸ ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι τοποθετημένα ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τὸ Ἅγιο Ἀρτοφόριο μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο στὸ κέντρο, γιὰ νὰ μᾶς τονίζουν καὶ τὰ δύο μὲ ὁρατὸ τρόπο τὴν δογματικὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Λόγος Του εἶναι τὸ πᾶν, εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας.

Τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἔχει τὶς ρίζες του στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ καὶ ἀργότερα τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος στὰ Ἱεροσόλυμα. Δὲν εἶναι νεώτερη δική μας ἐφεύρεση. Τὸ τέμπλο διακρίνει τὸν Κυρίως Ναὸ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅπως χώριζε τὸ «καταπέτασμα» στὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος τὰ Ἅγια, ποὺ εἰσέρχονταν μόνον ὁ Λαὸς καὶ οἱ Ἱερεῖς, ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ποὺ εἰσήρχετο κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἐξιλασμοῦ «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς» κατ᾽ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. (Λευτ. 16:34, Ἑβ.9:7) Τὸ τέμπλο μᾶς βοηθᾶ νὰ καταλαβαίνουμε Κλῆρος καὶ Λαὸς τὴν ἰδιαίτερη ἱερότητα τοῦ χώρου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ φρουροῦν οἱ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ ποὺ βρίσκονται στὴν νότια καὶ βόρεια πύλη του. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀρχικὰ ἡ διάκριση τοῦ Κυρίως Ναοῦ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα γινόταν μὲ κουρτίνα ἤ τὸ ἐπιστύλιο καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὸ τέμπλο, ποὺ ἦταν μαρμάρινο, ξύλινο ἤ σιδερένιο χαμηλὸ κιγκλίδωμα. Τὸ ψηλὸ τέμπλο εἶναι πολὺ μεταγενέστερο. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὅμως μὲ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη μορφή του τὸ τέμπλο μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν ἀποϊεροποίηση τοῦ χώρου. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ παρομοιάσουμε μὲ τὸν θώρακα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποὺ προστατεύει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὰ βέβηλα ἤ ἀπρόσεκτα χέρια. Ἡ «καρδιὰ» τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο. Γι᾽ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν στὸν καθένα νὰ ἔχει πρόσβαση σ᾽ αὐτό. Παρὰ μόνον οἱ λειτουργοὶ γιὰ τὸ τελετουργικὸ μέρος τῆς Λατρείας. Ἡ ἀπαίτηση νὰ τὰ βλέπουμε ὅλα καὶ νὰ τὰ κατανοοῦμε ὅλα εἶναι ἀπόρροια σχολαστικῆς νοοτροπίας. Ἄς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεὸς παρουσιάστηκε στὸν Μωϋσῆ στὸν «γνόφο» (Ἐξ.20:21) καὶ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε τὶς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας «ἐν παραβολαῖς… καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει» (Μτ.13:34). Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὄχι στοὺς περίεργους ἀλλὰ στοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι» καὶ στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» (Μτ.5:3 καὶ 8), ποὺ σὰν τὸν Τελώνη δὲν νιώθουν ἄξιοι νὰ κυττάζουν τὸν οὐρανὸ ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσωπό τους σκυμμένο στὴ γῆ ἐπαναλαμβάνουν τὸ «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». (Λκ.18:13)

Ἀπαντῶντας μὲ δύο λόγια στὸ ἐρώτημα θὰ ἔλεγα ὅτι τὸ τέμπλο δὲν νοεῖται «σὰν χώρισμα, ἀλλὰ σὰν σχῆμα ἑνότητας ἀνάμεσα στὰ δύο μέρη τοῦ ναοῦ». (Λ. Οὐσπένσκυ) Ὁ Χριστὸς στὸ κέντρο καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά Του ἡ Θεοτόκος, ὁ Βαπτιστής, οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι σὲ στάση δεήσεως (προσευχῆς) ἐπικοινωνοῦν μὲ τὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία. Οἱ πιστοὶ ἀτενίζοντας τὰ πρόσωπα τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου κατὰ τὴν ὥρα τῆς Λατρείας ἔχουν ὁρατὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καὶ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς συμμετοχῆς τους στὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας.

5η ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιά εἶναι ἡ προτεραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν». (1 Θεσ.4:3) Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς τὸ εἶπε: «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί». (Λευϊτ. 20:7,26 καὶ 1 Πετρ. 1:16). Ἡ ἁγιότητα, λοιπόν, εἶναι ὁ μοναδικὸς προορισμός μας. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει λόγο ὑπάρξεως. Ἀλλὰ τὶ σημαίνει ἁγιότητα; Ἁγιότητα σημαίνει νὰ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ χάριν. Αὐτὸ σημαίνει ὁ θεολογικὸς ὅρος «θέωσις», κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε «κατ᾽ εἰκόνα» καὶ «καθ᾽ ὅμοιωσιν» δική Του γιὰ νὰ ζοῦμε αἰώνια μαζί Του. Αὐτὸ ποὺ χάσαμε μετὰ τὴν πτώση, τὸ ξανακερδίζουμε ἐὰν θέλουμε ζώντας «ἐν Χριστῷ». Ὁ Χριστὸς ἦρθε ὄχι γιὰ νὰ μᾶς κάνει «καλοὺς» ἀνθρώπους, ἀλλὰ «ἁγίους». “Αὐτὸς γάρ (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν”(Μ. Ἀθανασίου, Περὶ Ἐνανθρωπήσεως 54, ΒΕΠ 30:119). Ἦρθε νὰ μᾶς θεώσει, νὰ μᾶς ἐξαγιάσει ψυχοσωματικὰ καὶ νὰ μᾶς χαρίσει αἰώνια ζωή.

Στὸ ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ μας ἀλάνθαστοι ὁδηγοί μας εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, οἱ Ὅσιοι, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἡ μακρὰ ἁλυσίδα ὅλων «τῶν ἁγίων, ὡς φίλων τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, PG 94, 1252) ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰῶνα μέχρι τὴν ἐποχή μας.

Ὅπως ὅταν θέλεις νὰ ἀνέβεις σὲ μιὰ βουνοκορφὴ χρειάζεσαι ἕναν ὁδηγὸ γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὸν δρόμο, ἔτσι στὸν δρόμο πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες μας. Ὁ κάθε Ἅγιος μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωή του μᾶς ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ». (1 Κορ.11:1)

Γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ κήρυγμά μας πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε σωτηριολογικό.

6η  ΕΡΩΤΗΣΗ: Πῶς βλέπετε τὴν κορεατικὴ κοινωνία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κορέα εἶναι ἡ πρώτη χώρα στὸν κόσμο σὲ αὐτοκτονίες εἶναι λίαν ἀποκαλυπτικὸ τῆς βαθειᾶς κρίσης ποὺ διέρχεται ἡ κορεατικὴ κοινωνία. Βλέποντας τὸ θέμα μὲ διάθεση ὄχι κριτικῆς ἀλλὰ αὐτοκριτικῆς καταθέτω ταπεινὰ τὸ συμπέρασμά μου ὅτι ὡς Χριστιανοὶ ἔχουμε ἀποτύχει. Καυχόμαστε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει ἐξαπλωθεῖ πολὺ τὰ τελευταῖα ἑκατὸ χρόνια στὴν Κορέα. Ἀλλὰ φαίνεται, δυστυχῶς, ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει ἐπηρεάσει ἀκόμη οὐσιαστικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ἐὰν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν καταλάβει ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι πολύτιμο ἀγαθὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ὁ ὁποιοσδήποτε τρόπος ἀφαίρεσής της εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τότε ἡ πνευματικότητά μας βρίσκεται στὸ ναδίρ.

Καὶ μὲ στενοχωρεῖ πολύ, συγνώμη ποὺ θὰ τὸ πῶ, ὅτι τὸ NCCK καὶ ἄλλοι χριστιανικοὶ φορεῖς δὲν ἀντιδροῦν ὅσο θὰ ἔπρεπε. Νομίζω ὅτι ἦταν πολὺ ἀποτελεσματικὸ νὰ κάνουμε ὅλοι μαζὶ μιὰ μεγάλη ἐκστρατεία ἐνημερώσεως τῆς κοινωνίας κατὰ τῶν αὐτοκτονιῶν. Νὰ ὁμολογήσουμε ξεκάθαρα τὴν διαφωνία μας πρὸς ὅλους ὅσοι πιστεύουν ὅτι ἡ αὐτοκτονία εἶναι σὲ πολλὲς περιπτώσεις «ἡρωικὴ πράξη» ἤ μιὰ «καλὴ λύση» καὶ νὰ διακηρύξουμε τὴν πίστη μας στὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

7η ΕΡΩΤΗΣΗ: Μιλῆστε μας γιὰ τὴν γιορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ λέγεται καὶ εἶναι «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως» δίνουμε μεγάλη ἔμφαση στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν μακρὰ περίοδο προετοιμασίας πρὶν τὸ Πάσχα, τὶς μεγάλες καὶ ὑψίστου κάλλους καὶ θεολογίας Ἀκολουθίες τῆς Μ. Ἑβδομάδος καὶ τὶς σαράντα μέρες τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.

Γνωρίζετε καλύτερα ἀπὸ μένα ὅτι ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα στὶς ἐκκλησίες σας εἶναι σχεδὸν μιὰ συνηθισμένη Κυριακή, χωρὶς ἰδιαίτερο τελετουργικό. Ἐνῶ τὰ Χριστούγεννα γίνεται τόσος πολὺς θόρυβος μὲ τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα, τὰ στολίδια, τὰ πολύχρωμα φῶτα στοὺς δρόμους, τὰ κάλαντα καὶ τὴν ἀνταλλαγὴ εὐχῶν Merry Christmas ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ μή, τὸ Πάσχα ἔρχεται καὶ φεύγει χωρὶς νὰ γίνεται σὲ πολλοὺς ἀντιληπτό.

Καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βεβαίως δίνουμε μεγάλη σημασία στὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, γιατὶ εἶναι ἡ «μητρόπολις τῶν ἑορτῶν», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἀλλὰ «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν… ματαία ἡ πίστις ὑμῶν». (1 Κορ.15:14, 17) Ἡ πίστη μας εἶναι θεμελιωμένη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς κέντρο καὶ ἀφετηρία οἰκοδομεῖται ὅλη ἡ ζωή μας. Ἐὰν πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τότε πιστεύουμε καὶ στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Τότε ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ προστασία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι τὸ σκαλοπάτι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς.

8η ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατὶ ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιμένετε τόσο πολὺ στὸ θέμα τῶν εἰκόνων; Τὶ ρόλο παίζουν οἱ εἰκόνες στὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅπως εἴπαμε στὴν πρώτη ἐρώτηση ὁ Ὀρθόδοξος Ναὸς μὲ τὴν δομή, τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὰ σύμβολά του ἔχει ἀναγωγικὸ χαρακτῆρα.

Ἔτσι καὶ οἱ εἰκόνες, κατ᾽ ἐξοχὴν τὴν ὥρα τῆς Λατρείας, ἔχουν ἀναγωγικὸ χαρακτῆρα. Μ᾽ ἄλλα λόγια οἱ εἰκόνες διὰ τοῦ ἀναγωγικοῦ καὶ διδακτικοῦ χαρακτῆρα τους, γίνονται παιδαγωγοὶ εἰς Χριστόν (πρβλ. Γαλ. 3:24). Στὴν αἴθουσα π.χ. ποὺ βρισκόμαστε τώρα, μπροστά μας ἔχουμε ἕνα τοῖχο. Κανένας μας δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὶ ὑπάρχει πίσω ἀπ᾽ αὐτόν. Ἀντίθετα, στὸν ἀπέναντι τοῖχο μὲ τὸ μεγάλο παράθυρο μποροῦμε νὰ δοῦμε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ὄμορφης πόλης μας. Αὐτὸ τὸν ρόλο παίζουν καὶ οἱ εἰκόνες: εἶναι ἕνα παράθυρο ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε ζῶντες ἀκόμη στὴν γῆ τὸν πνευματικὸ κόσμο τοῦ Οὐρανοῦ. Βλέποντας, μ᾽ ἄλλα λόγια τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.

9η ΕΡΩΤΗΣΗ: Ναί, ἀλλὰ γιατὶ φιλᾶτε τὶς εἰκόνες;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅταν ἕνας στρατιώτης στέλνει στὴν μητέρα του μιὰ φωτογραφία, ἐκείνη τὴν παίρνει μὲ λαχτάρα στὰ χέρια της καὶ πολλὲς φορὲς τὴν φιλάει δακρυσμένη. Φυσικά, ὅπως ὅλοι καταλαβαίνουμε, δὲν φιλάει τὸ ἄψυχο χαρτὶ τῆς φωτογραφίας, ἀλλὰ νοερὰ τὸ παιδί της, ποὺ βρίσκεται μακρυά της. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὶς εἰκόνες.  «Διότι ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», διδάσκει ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. ἤδη ὁ Μ. Βασίλειος (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, 18:45). Ἔτσι τὴν ὥρα τῆς κατ᾽ οἶκον προσευχῆς ἤ  τῆς κοινῆς λατρείας οἱ εἰκόνες μᾶς ὁδηγοῦν νοερῶς στὴν θέα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

10η ΕΡΩΤΗΣΗ: Καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ πῶς συμβιβάζεται ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων μὲ τὴν ρητὴ ἐντολὴ τοῦ δεκαλόγου «οὐ ποιήσεις σεαυτὸν εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα…»; (Ἐξ. 20:4 καὶ Δευτ. 5:8)

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:   Δὲν χωρεῖ καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ δεκαλόγου εἶναι λίαν ἀπαγορευτική. Αὐτὸ ἄλλωστε ἔχει ἀποφασισθεῖ κατηγορηματικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (787), ποὺ ἀσχολήθηκε εἰδικὰ μὲ τὸ θέμα τῶν εἰκόνων. Ἀλλὰ οἱ εἰκόνες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν παραβαίνουν τὴν ἐν λόγῳ ἐντολὴ γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Ὅπως θὰ διαπιστώσετε ἐὰν ἐπισκεφθεῖτε π.χ. τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Σεοὺλ ἤ τὶς ἄλλες ἐνορίες τῆς Μητρόπολής μας, ἀνάμεσα στὶς πολὺ ὡραῖες τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ ἤ στὶς φορητὲς εἰκόνες, δὲν θὰ βρῆτε πουθενὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μόνο τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Θεὸ λόγο ποὺ ἔγινε «σάρξ» (Ἰω.1:14) εἰκονίζουμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸν Θεὸ Πατέρα ποὺ εἶναι Πνεῦμα καὶ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς δὲν μποροῦμε νὰ τὸν εἰκονίσουμε, γιατὶ εἶναι «ἀπερίγραπτος». Τὸν Υἱὸ ὅμως ποὺ ἔγινε Ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία μας τὸν εἰκονογραφοῦμε ὅπως τὸν εἴδαμε κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία Του. «Ὅταν ὁρατὸς σαρκὶ ὁ ἀόρατος γένηται, τότε εἰκονίσεις τὸ τοῦ ὁραθέντος ὁμοίωμα» γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (PG 94,1240). Δὲν εἰκονίζουμε τὴν θεία φύση Του, ποὺ ἐπίσης εἶναι «ἀπερίγραπτη», ἀλλὰ τὴν ὑπόσταση, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. «Οὐ τὴν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ᾽ εἰκονίζω Θεοῦ τὴν ὁραθεῖσαν σάρκα». (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Λόγος Α´, PG 94,1236) Ὅποιος μ᾽ ἄλλα λόγια ἀρνεῖται τὴν εἰκονογράφηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σὰν νὰ ἀρνεῖται τὴν Ἐνσάρκωσή Του, «ἐχθρός ἐστι τοῦ Χριστοῦ». (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β´, PG 94,1296 καὶ 1333)

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ συμπληρώσω ὅτι καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸ εἰκονίζουμε μόνον συμβολικὰ ὅπως δηλαδὴ παρουσιάστηκε στὸν κόσμο: σὰν περιστέρι καὶ σὰν γλῶσσα φωτιᾶς.

Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύουν τὶς εἰκόνες, ἀλλὰ τὶς τιμοῦν. Καὶ ὅπως ἀντιλαμβάνεστε ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ μεταξὺ λατρείας καὶ τιμῆς. «Οἶδα διαφορὰν προσκυνήσεως…Ἕτερον γάρ ἐστιν ἡ τῆς λατρείας προσκύνησις, καὶ ἕτερον ἡ ἐκ τῆς τιμῆς προσαγομένη τοῖς κατά τι ἀξίωμα ὑπερέχουσιν» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Λόγος Α´, PG 94,1240).

 

* * *

Τελειώνοντας, θέλω νὰ σημειώσω ὅτι ὅπως εἴδατε στὶς ἀπαντήσεις μου ὑπῆρχε καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοκριτικῆς, δεδομένου ὅτι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Μητρόπολη Κορέας εἶναι μέλος τοῦ NCCK. Θεωρῶ μεγάλης σημασίας τὸ γεγονὸς ὅτι μποροῦμε νὰ συζητοῦμε σὲ ἕνα τόσο ὑψηλὸ ἐπίπεδο θεολογικὰ θέματα, στὰ ὁποῖα ἔχουμε, δυστυχῶς, διαφοροποιήσεις. Ὅμως μὲ τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλήθειας εἶναι σίγουρο ὅτι μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε καλύτερα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ προωθήσουμε τὸ πνεῦμα τῆς ἑνότητας μεταξύ μας σὲ σωστὲς ἐκκλησιολογικὲς βάσεις. Σᾶς εὐχαριστῶ θερμότατα γιὰ τὴν πρόσκλησή σας, τὶς εὔστοχες ἐρωτήσεις σας καὶ τὴν προσοχή σας.

Γιὰ τὴν καταγραφή:

Α. Δ. Κοντογιαννακοπούλου

(Π.τ.Ε. 123, ᾽Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013)